- σισμός
- σισμός, ὁ, (σίζω) σίξις,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σισμός — hissing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισμός — ὁ, Α [σίζω] σίξις*, συριστικός ήχος … Dictionary of Greek
σισμοί — σισμός hissing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισμέ — σισμός hissing masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισιλισμός — και σισιλιγμός, ὁ, ΜΑ [σίζω] ο σισμός* … Dictionary of Greek